- τριχωτοῦ
- τριχωτόςfurnished with hairmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σαμπουάν — το, Ν άκλ. αρωματισμένο υγρό παρασκεύασμα για τον καθαρισμό τού τριχωτού τής κεφαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. shampoo «υγρό σαπούνι για τον καθαρισμό τού τριχωτού τής κεφαλής» < ρ. shampoo (βλ. σαμπού)] … Dictionary of Greek
Ντακότα — Φυλή Ινδιάνων των μεγάλων λειμώνων (prairies) που ήταν άλλοτε εγκαταστημένοι στη μεταξύ του Ερυθρού Ποταμού (Red River) και Μισισιπή (ΗΠΑ). Στην περιοχή αυτή ζούσαν σε νομαδική κατάσταση και τρέφονταν από το κυνήγι, τη συλλογή καρπών και μια… … Dictionary of Greek
άχωρ — Είδος δερματομυκητίασης που οφείλεται στον μύκητα αχόριο του Schonlein. Προσβάλλει τον άνθρωπο και ιδιαίτερα τα παιδιά, καθώς επίσης και ορισμένα ζώα (άλογα, κουνέλια κ.ά.). Είναι νόσος μεταδοτική και μπορεί να εξαπλωθεί γρήγορα αρχίζοντας από το … Dictionary of Greek
θυλακίτιδα — Πυώδης φλεγμονή στο στόμιο του θυλάκου των τριχών, που οφείλεται είτε στα συνηθισμένα πυογόνα μικρόβια (σταφυλόκοκκοι, στρεπτόκοκκοι), είτε σε μύκητες (τριχόφυτο). Οι θ. στα γένεια και στο μουστάκι ονομάζονται συκώσεις· επίσης η ακμή αποτελεί… … Dictionary of Greek
κασίδα — και κασσίδα και κατσίδα, ἡ (Μ κασ[σ]ίδα) κοινή ονομασία τής νόσου αχώρ ή άχωρ, μολυσματική αρρώστια τού τριχωτού τού δέρματος τού κεφαλιού νεοελλ. φρ. α) «το γαρούφαλο στ αφτί κι η κασίδα στην κορφή» για φτωχούς που ζητούν μεγαλεία β) «τόν τρώει… … Dictionary of Greek
λιγοτριχία — η [ολιγότριχος] η ατελής ανάπτυξη τού τριχωτού συστήμτος … Dictionary of Greek
μέτωπο — (Ανατ.). Το μεταξύ των δύο κροτάφων, του τριχωτού της κεφαλής και των φρυδιών ανώτερο μέρος του προσώπου του ανθρώπου, καθώς και το πάνω εμπρός μέρος της κεφαλής των ζώων. μετωπιαίο οστό. Οστό, στο πρόσθιο μέρος του κρανίου, που σχηματίζει το… … Dictionary of Greek
μικροσπορία — η ιατρ. επιφανειακή δερματομυκητίαση τού τριχωτού τής κεφαλής ή τού σώματος, που οφείλεται σε διάφορα είδη τού μύκητα μικρόσπορου, παρασίτου τού ανθρώπου και τών ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια, λ., πρβλ. αγγλ. microsporia (βλ. μικρ[ο] )] … Dictionary of Greek
μικρόσπορος — η, ο 1. ο μικρόσπερμος 2. το ουδ. ως ουσ. το μικρόσπορο α) μικροσκοπικός μύκητας που προκαλεί μυκητιάσεις τού δέρματος και τού τριχωτού τής κεφαλής και τού δέρματος β) (μυκητ.) γένος ατελών μυκήτων που ανήκει στην τάξη μονιλιώδη. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
πίτυρο — το / πίτυρον, ΝΑ, και πίτουρο και πίτερο, Ν ο φλοιός που αποβάλλεται κατά την άλεση τών δημητριακών και ιδίως τού σιταριού νεοελλ. 1. φρ. «τρώει πίτουρα» μτφ. (για πρόσ.) είναι ανόητος, χαζός σαν ζώο 2. παροιμ. «όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα… … Dictionary of Greek